Μια απλή, σύντομη ερμηνεία της “Λοκαντιέρας” του Κάρλο Γκολντόνι
Η πρωταγωνίστρια του έργου μας “λοκαντιέρα” ή αλλιώς Μιραντολίνα είναι μια κοπέλα με χαρίσματα, πνεύμα και γίνεται εύκολα συμπαθής σε όλους και ειδικά στους άντρες που την περιτριγυρίζουν (Σπυριδοπούλου, 2015: 24). Αυτό φαίνεται από το γεγονός πως πριν ακόμα από την εμφάνιση της στο έργο δυο άντρες ήρωες, ο κόμης και ο μαρκήσιος αναφέρονται σε αυτήν εκφράζοντας μεγάλο θαυμασμό κι εκτίμηση στο πρόσωπο της.
Από την πρώτη κιόλας εμφάνιση της καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα πανούργα (Γκολντόνι, 2008:13) η οποία αρκετές φορές προκαλεί το γέλιο με τα καμώματα της. Μέσα από έξυπνους, περιπαικτικούς διαλόγους και κολακείες φαίνεται πάντα ευγενική με τους άντρες που την πλησιάζουν, αλλά δεν υπόσχεται τίποτα σε κανέναν. Κάθε φορά που της δίδεται κάποιο δώρο αρνείται να το δεχτεί κι όταν ο εκάστοτε θαμώνας της λοκαντιέρας επιμένει, εκείνη δείχνει να το δέχεται για να μην τον προσβάλλει κι επειδή δεν της αφήνει άλλη επιλογή. Αυτό το κωμικό τέχνασμα της επαναλαμβάνεται τρεις φορές μες το έργο, με διαφορετικά δώρα.
Η συμπεριφορά της απέναντι στον ιππότη διαφέρει, αφού δε της φέρεται όπως οι υπόλοιποι άντρες γύρω της. Η περιφρόνηση του για το γυναικείο φύλο, της γεννάει την επιθυμία να τον τιμωρήσει και να τον υποτάξει για όσα λέει και πιστεύει (Σπυριδοπούλου, 2015: 24). Έτσι ενώ αρχικά ρωτάει τον ιππότη γιατί είναι τόσο σκληρός με τις γυναίκες, στην πορεία αλλάζει τακτική και βάζει το σχέδιο της σε εφαρμογή. Μέσω περιπαικτικών διαλόγων του απαντά με νάζι και υπερβολική ευγένεια, τον κολακεύει και τον κάνει να νιώθει ευγνωμοσύνη κι εκτίμηση προς το πρόσωπο της. Γίνεται ιδιαιτέρως περιποιητική και τον διαβεβαιώνει πως με κανέναν θαμώνα της λοκαντιέρας δεν έχει περάσει τόσο χρόνο στο δωμάτιο του. Επίσης, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως τον “πολεμάει” με τα ίδια του τα λόγια αφού συχνά του υπενθυμίζει πως πολύ σωστά τα λέει για τις γυναίκες και τον παρακινεί να μην αλλάξει γνώμη για όσα πιστεύει (Γκολντόνι, 2008: 13).
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η Μιραντολίνα απευθύνεται κατ’ ιδίαν στο κοινό, μονολογεί και εξηγεί τις βαθύτερες σκέψεις της, οι οποίες είναι συχνά κωμικές αλλά κι ενδεικτικές του πως αντιμετωπίζει τη ζωή και τους άντρες. Έτσι μας εξηγεί πως βλέπει τον υπηρέτης της Φαμπρίτσιο ως κάποιον που θέλει να έχει κοντά της να τη βοηθά κι αυτή με τη σειρά της του αφήνει ελπίδες πως κάποτε θα παντρευτούν. Στις σκηνές που μιλάει με τον ιππότη συνεχώς σχολιάζει για το πώς πιστεύει ότι πηγαίνει το πανούργο σχέδιο της. Στη σκηνή που καλωσορίζει τις θεατρίνες και δήθεν αριστοκράτισσες στη λοκαντιέρα της μας εξομολογείται τις υποψίες της πως αυτές δεν είναι αριστοκράτισσες και στη συνέχεια μέσω περιπαικτικών διαλόγων με τις δυο κυρίες επιβεβαιώνει την υποψία της και η ευφυΐα της και το αλάνθαστο ένστικτο της αποδεικνύονται για άλλη μια φορά αδιαμφισβήτητα. Επιπροσθέτως, το γεγονός πως δεν φανερώνει την πραγματική ταυτότητα των δύο θεατρίνων δείχνει την εξυπνάδα της στη δημιουργία συμμάχων, καθώς και της φεμινιστικές της πεποιθήσεις οι οποίες της υπαγορεύουν να υποστηρίζει τις άλλες γυναίκες (Σπυριδοπούλου, 2015: 28).
Σε όλο το έργο υπάρχουν διασκορπισμένοι μονόλογοι της Μιραντολίνας. Για παράδειγμα στην ένατη σκηνή η Μιραντολίνα σε ένα συναισθηματικό μονόλογο εξηγεί με ακρίβεια πως σκέφτεται κι αισθάνεται. Πρόκειται για μια ελεύθερη γυναίκα που δε σκέφτεται τον γάμο, αλλά την ευημερία της λοκάντας της και έτσι με τους άντρες επιθυμεί μόνο να διασκεδάζει. Ταυτόχρονα, διαφαίνεται ότι την εξιτάρει η περίπτωση του ιππότη καθώς τον θεωρεί στόχο-πρόκληση και θέλει να τον δαμάσει και να τον υποτάξει για το μισογυνισμό του, αφού η ίδια έχει πολύ ψηλά το γυναικείο φύλο. Στο τέλος της πρώτης πράξης, η Μιραντολίνα με έναν μονόλογο δηλώνει πως αποφάσισε να ερωτευτεί τον ιππότη, δείχνοντας μας πως για την ίδια ακόμη κι ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι που θέλει να ελέγξει. Μάλιστα, εξηγεί πως αυτό το ευχάριστο παιχνίδι δεν συγκρίνεται με κανένα ακριβό δώρο. Δηλώνει με αυτοπεποίθηση πως με τη σωστή ευκαιρία θα μπορέσει να ξελογιάσει τον ιππότη (Σπυριδοπούλου, 2015: 25), αφού πιστεύει πως αν εκείνος δεν τραπεί σε φυγή μπροστά στο ξελόγιασμα της, τότε σίγουρα θα της υποταχτεί (Γκολντόνι, 2008: 13). Στην τρίτη πράξη και λίγο πριν το μεγάλο φινάλε, η Μιραντολίνα καταστρώνει το τελευταίο σχέδιο της. Αποφασίζει να διακόψει το παιχνίδι με τον ιππότη και να παντρευτεί τον Φαμπρίτσιο. Βλέπουμε πως μπροστά σε μια προσωπική κι επαγγελματική καταστροφή, η Μιραντολίνα επιλέγει τη σύνεση και τον συμβιβασμό αλλά με τρόπο που πάντα τη βολεύει και τη συμφέρει. Έτσι βλέπουμε πως ακόμη και ο γάμος και η στροφή της στην ευπρέπεια αποφασίζονται βάσει μιας κωμικής αλλά λογικής στρατηγικής.
Δεν λείπουν οι εκτενείς δηλώσεις της σε διαφόρους διαλόγους, στις οποίες εκφράζει τις δήθεν πεποιθήσεις και τα συναισθήματα της, με σκοπό να ελέγχει κάθε συμφεροντολογική σχέση της. Για παράδειγμα, προσπαθεί συχνά να πείσει τον Φαμπρίτσιο πως η ευγένεια της προς όλους είναι προς το συμφέρον της λοκάντας της και η ίδια δεν ψάχνει για έρωτες, αφού ξέρει πως όταν όταν έρθει η ώρα να παντρευτεί θα διαλέξει τον σύζυγο που πραγματικά αξίζει. Κι έτσι πάντα τον πείθει να μένει κοντά της. Αντίστοιχα, οι εκτενείς περιγραφές της ψυχοσύνθεσης της προς τον ιππότη ξεχειλίζουν από μια προσποιητή ευθύτητα και ειλικρίνεια για να τον πείσει πως πραγματικά τον ξεχωρίζει, τον θαυμάζει και συμφωνεί μαζί του πως ο έρωτας δεν είναι καλή ιδέα. Οι αρνητικές δηλώσεις της προς τους άντρες και η ιδιαίτερη συμπάθεια της προς αυτόν, επειδή δε τη φλερτάρει με γλυκερό τρόπο (Σπυριδοπούλου, 2015: 24), δείχνουν τον δόλια παραπλανητική στρατηγική της για την επίτευξη του στόχου της. Βέβαια στη δεύτερη πράξη δεν λείπουν οι αναλυτικές περιγραφές των μοναδικών συναισθημάτων της προς αυτόν, στις οποίες υπονοεί αλλά δεν λέει ξεκάθαρα πως είναι ερωτευμένη. Στόχος της είναι χωρίς να εκτίθεται, να τον αναστατώνει ερωτικά.
Η κωμική σκηνή της λιποθυμίας της Μιραντολίνας αναδεικνύει την πονηριά της. Φοβούμενη πως το σχέδιο ξελογιάσματος θα διακοπεί με τη φυγή του ιππότη, αποφασίζει ένα δυνατό τέχνασμα. Από τις αντιδράσεις του ιππότη συμπεραίνει πως έχει κερδίσει το παιχνίδι (Σπυριδοπούλου, 2015: 26).
Οι περιπαικτικοί διάλογοι είναι το σήμα κατατεθέν της πλανεύτρας και υποκρίτριας Μιραντολίνας (Γκολντόνι, 2008: 14). Σε όλο το έργο χειρίζεται τον εκάστοτε ήρωα άλλοτε με κολακεία, άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε με ευγένεια που σκλαβώνει κι άλλοτε με προσποιητή ευθύτητα χωρίς φυσικά ποτέ να αποκαλύπτει όλη την αλήθεια, παρά μόνο τις λεπτομέρειες που τη συμφέρουν. Ειδικά προς το τέλος του έργου που ο ιππότης ξελογιάζεται όλο και περισσότερο μαζί της, δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για το ξελόγιασμα του και σχεδόν αρνείται την έλξη της που νωρίτερα του είχε ομολογήσει. Όπως λέει ο Γκολντόνι (2008: 13) οι “λαβωματιές” της είναι “θανατερές” και παρά την ευθυμία που προκαλεί στο κοινό με την πανουργία της, ταυτόχρονα προκαλεί δυσανασχέτηση με τη σκληρή υποκρισία της (Γκολντόνι, 2008: 14).
Βιβλιογραφία:
Γκολντόνι, Κ. 2008. Η λοκαντιέρα. Αθήνα: Πατάκης.
Σπυριδοπούλου, Μ. 2015. “Η μεταρρύθμιση της ιταλικής κωμωδίας και ο Γκολντόνι”, www.repository.kallipos.gr 8 Δεκεμβρίου 2019 (https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/2934/3/02-chapter07.pdf)