Το πολύ γνωστό θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλλερ με δυσκόλεψε στο διάβασμά του αφού πραγματεύεται με βαθύ, υπαρξιακό τρόπο τις μεγάλες ανθρώπινες προσδοκίες που χάνονται στη διάρκεια της ζωής μας.
Ο πατέρας που μια ζωή αγωνιζόταν για τα παιδιά του, πάλευε με το όνειρο, με την ελπίδα πως οι θυσίες του δε θα πάνε χαμένες και πως τα παιδιά του θα τον κάνουν υπερήφανο, μα πάνω απ’ όλα θα αναγνωρίσουν όσα εκείνος έκανε για αυτά.
Οι δύο γιοι που θα ήθελαν να μη διαψεύσουν τις οικογενειακές προσδοκίες, που θα ήθελαν να γίνουν σπουδαίοι για χατίρι του πατέρα τους αλλά και της τοπικής κοινωνίας που φαίνεται να περνά και να προσπερνά μπροστά από το σπίτι τους, χωρίς να θεωρεί πως πρέπει να δώσει σημασία.
Η μητέρα που θέλει μια ζωή να προστατεύει – αλλά ίσως εντέλει θέλει να προστατεύεται – ως η γυναίκα που εγκλωβισμένη μες στο σπίτι και μη μπορώντας να ελέγξει τις καταστάσεις, δέχεται τον άχαρο ρόλο αυτού που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει τις ευαίσθητες ισορροπίες.
Η ιστορία της μικροαστικής τάξης της Αμερικής της δεκαετίας του ‘40 και μια διαχρονική ιστορία για κάθε άνθρωπο, σε κάθε κοινωνία που ζει με το όνειρο και είναι σε άρνηση αναφορικά με την ματαιότητα της ζωής και του αγώνα του μέσου ανθρώπου στη διεφθαρμένη καπιταλιστική κοινωνία. Η ιδέα του “να πιάσουμε την καλή”, η ιδέα της επιτυχίας και της αιώνιας ξεγνοιασιάς και της ζωής χωρίς σοβαρά προβλήματα παρουσιάζονται διαρκώς ως τα ιδανικά ζητούμενα και ακυρώνονται ξανά και ξανά και ξανά.
Από την αρχή κιόλας του έργου μαντεύουμε το τέλος – ο τίτλος είναι εντελώς αποκαλυπτικός! – και μέχρι την τελευταία στιγμή συμπάσχουμε με τους ήρωες σαν να είναι κάποιοι δικοί μας άνθρωποι που κάνουν λάθος επιλογές ή αρκετά οικείες σε εμάς. Το σκοτεινό φινάλε θα φέρει μαζί και το τέλος της όποιας ψευδαίσθησης. Η δυσβάσταχτη συνειδητοποίηση πως η ματαιότητα της ύπαρξης μας υφίσταται διαρκώς και διαχρονικά, παρά τις επινενοημένες υποσχέσεις πολλών για την όποια πρόσκαιρη ασφάλεια και ανακούφιση, οδηγεί στην αίσθηση της έλλειψης της κάθαρσης.
Όλοι ανθρωπάκια είμαστε, όπως έλεγε ο αγαπημένος Ντίνος Χριστιανόπουλος. Και πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε πως αυτό δεν είναι κακό, παρά το γεγονός πως κάποιοι που κάτι θέλουν από εμάς προσπαθούν να μας πείσουν πως έτσι είναι.