Τον Καραγάτση ήθελα να τον πιάσω και εφόσον μου άρεσε, να μην τον αφήσω με τίποτα! Ένιωθα πως – με βάση όσα είχα ακούσει για τον τρόπο γραφής του – η αναγνωστική σχέση μου μαζί του θα ήταν έντονη και ιδιαίτερη και μετά την ανάγνωση της “Μεγάλης Χίμαιρας”, μπορώ να πω πως η διαίσθηση μου μάλλον θα αποδειχθεί σωστή!
“Η Μεγάλη Χίμαιρα” είναι ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο αλλά και πολύ μεταφυσικό. Ο Καραγάτσης φτιάχνει μια ιστορία στην οποία βασιλεύει η πάλη των άκρων! Επιστήμη εναντίον Θεολογίας και δεισιδαιμονίας, Δύση εναντίον Ανατολής, συντηρητισμός εναντίον προοδευτικότητας, πάθος εναντίον ρουτίνας, αγνή αγάπη εναντίον ζωικών ενστίκτων. Μέσα σε μια “οικογενειακή ιστορία” φαίνεται να χωρούν τα πάντα, να μπλέκονται με μοναδικό τρόπο και να δείχνουν την απόκλιση μα και ταυτόχρονα την αλληλοσυμπληρωματικότητα τους!
Έτσι έχουμε τη μοντέρνα, φιλελεύθερη, σπουδαγμένη Γαλλίδα τη Μαρίνα έναντι στην γριά, συντηρητική και επικριτική πεθερά της οι οποίες από την αρχή μέχρι και το τέλος παλεύουν για όσα τις χωρίζουν μέχρι να διαπιστώσουν πως τελικά στη βάση τους μοιάζουν πολύ! Κι έχουμε και την αγάπη της ηρωίδας μας για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τη φιλοσοφημένη σκέψη των μεγάλων Ελλήνων, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή που ζει στη Σύρο και τη συμβίωση της με τους λίγους κατοίκους οι οποίοι είναι γεμάτοι προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και ανορθόδοξες μεθόδους επιβίωσης! Και η εικόνα της πάντα όμορφης, ηλιόλουστης Ελλάδας έρχεται σε αντίθεση με τις καταιγίδες και τους τυφώνες που θα ταράζουν για καιρό τη ζωή της ηρωίδας μας, μετά την επιλογή της να παντρευτεί έναν Έλληνα καπετάνιο. Κι όμως εντέλει οι διαφορές γεφυρώνονται, μια Νορμανδή μπορεί να ερωτεύεται και ν’ αγαπά δυνατά όπως μια Ελληνίδα και οι άνθρωποι του νησιού αν και δεν είναι μεγάλοι φιλόσοφοι όπως αυτοί του παρελθόντος, βρίσκουν τρόπους να ορίζουν και να ερμηνεύουν τις ζωές τους μ’ έναν τρόπο που αργά ή γρήγορα θα φέρει ισορροπία σ’ αυτούς και στον περίγυρο τους.
Ο Καραγάτσης δημιουργεί ήρωες γεμάτους δυνάμεις μα και φοβερές αδυναμίες και ελαττώματα. Δεν τους λυπάται καθόλου, δε λυπάται κανέναν γιατί θέλει να μπορεί να τους θαυμάζει μα και να τους καταποντίζει. Χτίζει για καιρό την ευτυχία τους μόνο και μόνο για να τους δείξει πως όλα είναι παροδικά και οι ίδιοι φοβερά επιρρεπείς στα ένστικτα και τις ανθρώπινες ατασθαλίες. Τους θεωρεί όλους υποκριτές, εν δυνάμει φταίχτες για τα χειρότερα δεινά αλλά πάντα στοχεύει στην εκ νέου εξύψωση τους μέσα από τη σκληρή αλλά ειλικρινή εξιλέωση τους. Τους κοπανάει κάτω για να αξίζουν την τελική κάθαρση!
Η γλώσσα του Καραγάτση με γοήτευσε και μου δημιούργησε μια εκ νέου μελαγχολία για τον πλούτο των ελληνικών διαλέκτων που φαίνεται να χάνουμε. Εάν μου επιτρέπεται μια παρήγορη σκέψη σχετικά με αυτό το ζήτημα, τότε ένα θα πω: Όσο μπορούν οι νέες γενιές να κρατάνε μια σύνδεση με την – κλασσική πια – ελληνική λογοτεχνία, οι όμορφες λέξεις που όλο και λιγοστεύουν τις εμφανίσεις τους σε γραπτό και προφορικό λόγο, δε θα εξαφανιστούν ποτέ ολότελα από τις ζωές μας. Οι λέξεις με τις οποίες περιγράφει ο Καραγάτσης τη Σύρο, τη Δήλο, την Κω, τον ουρανό, τη θάλασσα, τους ανέμους, τα αστέρια, τα ανθρώπινα συναισθήματα και λάθη, τις Μοίρες και τα δαιμόνια, είναι η απόδειξη πως η ελληνική γλώσσα μπορεί να είναι μια από τις πιο αισθησιακές γλώσσες να διαβάζεις, να ακούς και να μαθαίνεις! Απίστευτο πως μπορείς να αγαπήσεις κάτι που δεν έχεις δει ή καλά-καλά βιώσει απλά και μόνο επειδή κάποιος το περιγράφει με αυτές και όχι άλλες λέξεις!
Εάν θα έπρεπε να βρω ένα μελανό σημείο στην ιστορία της “Χίμαιρας” αυτό θα ήταν η υπερβολή του συγγραφέα να δώσει τόσο μεγάλη “εξουσία” σε αόρατες δυνάμεις και στην μοίρα την οποία δε μπορεί κανείς να διαφύγει! Ακόμη και η ηρωίδα μας η οποία φαίνεται μέχρι το τέλος να μη θέλει να δεχθεί το πώς της ορίζουν να ζήσει, εντέλει φαίνεται να υποτάσσεται στο μοιραίο! Πολύ θα ήθελα να ρωτήσω τον Καραγάτση εάν για άλλη μια φορά είναι απλά ειρωνικός με τους ήρωες και τους αναγνώστες του ή όντως πίστευε βαθιά μέσα του – κι άρα γι’ αυτό έγραψε όσα έγραψε – πως “Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”.