Πριν λίγες μέρες είδα στο σινεμά την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου και έχω να πω πραγματικά τα καλύτερα για αυτή την πανέξυπνη, γεμάτη συμβολισμούς ταινία!
Οι Έμα Στόουν, Μαρκ Ράφαλο, Γουίλεμ Νταφόε και πλήθος άλλων ταλαντούχων ηθοποιών υπό της σκηνοθετικές οδηγίες του Γιώργου Λάνθιμου μας ταξιδεύουν σε ένα ονειρικό και πολλές φορές μεταφυσικό σύμπαν, στο οποίο μια γυναίκα, η Μπέλα Μπάξτερ, επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών και της δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψει από την αρχή τον κόσμο των ζωντανών και ουσιαστικά να γράψει πάνω στο παλιό βιβλίο της ζωής της, μια νέα αφήγηση για το ποια είναι, τι θέλει, πού στοχεύει, πώς θέλει να ζει και με ποιους ανθρώπους.
Οι οικογενειακοί δεσμοί: Η ιστορία είναι τόσο καλά δομημένη αν και τόσο πολυεπίπεδη που είναι αρκετά εύκολο να εντοπίσει κανείς βασικές υπαρξιακές αρχές της ανθρώπινης ύπαρξης: Ο Γκόντγουιν, ο εκκεντρικός επιστήμονας που εν συντομία αποκαλείται Γκοντ (God = Θεός) είναι αυτός που ανασταίνει την Μπέλα, την φέρνει πίσω στη ζωή και ουσιαστικά της δίνει αυτό που μόνο ένας Θεός ή γονιός θα μπορούσε να της δώσει: Την ευκαιρία να (ξανά) γεννηθεί, ακόμη και με τον πιο ιδιόμορφο και παράδοξο τρόπο. Ας μην ξεχνάμε πως ο εγκέφαλος ενός εμβρύου και η ενεργοποίηση του σε ξένο σώμα συμβολίζει ακριβώς αυτό: Μια ανορθόδοξη μεν, γέννηση δε.
Η σχέση Γκόντγουιν και Μπέλας θα περάσει από σαράντα κύματα όπως η κάθε πραγματική σχέση γονέα – παιδιού ακόμη κι αν δεν υπάρχει βιολογική σχέση μεταξύ τους. Η Μπέλα είναι ξεκάθαρα η “υιοθετημένη” κόρη που μεγαλώνει δίπλα στον πατέρα και δημιουργό της, μαθαίνει όρια και στην πορεία σαν έφηβη προσπαθεί να τα καταπατήσει, θυμώνει, επαναστατεί, μα και φοβάται και υπακούει. Ψάχνει τη στοργή όπως κάθε παιδί, μα όσο μεγαλώνει διεκδικεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία της. Σοφά ο Γκόντγουιν την αφήνει να φύγει με τον πρώτο άντρα που θα τη γοητεύσει, όχι τόσο γιατί αναγνωρίζει την πραγματική της ελεύθερη βούληση όπως λέει, αλλά γιατί στην πραγματικότητα ξέρει πως δε γίνεται να κάνει αλλιώς. Το πείραμα του εφόσον είναι πετυχημένο και πλέον “ενήλικο” δεν μπορεί να παραμείνει εγκλωβισμένο στο ιδιόμορφο “εργαστήριο” του, όσο κι αν θα παλέψει να το κρατήσει εκεί πριν αποδεχθεί πως απλά δε μπορεί. Έτσι ως άλλος πατέρας αφήνει το παιδί του να φύγει, όσο κι αν δεν αντέχει που το αποχωρίζεται. Βαθιά μέσα του ξέρει ή έστω ελπίζει, πως αυτό μια μέρα θα γυρίσει πίσω.
Πράγματι η Μπέλα ως μια κλασσική κόρη που έχει αδυναμία στον πατέρα της, μα και του είναι πλέον πολύ θυμωμένη με όσα ξέρει και συνειδητοποιεί για εκείνον, γυρίζει πίσω μόλις μαθαίνει για την ασθένεια του γιατί προφανώς η αγάπη της υπερνικά τα όποια αρνητικά συναισθήματά της. Η ανάγκη της να τον αποδομήσει, να τον αποκαθηλώσει για να σταθεί πλέον ενήλικη μπροστά του και απαλλαγμένη από το “σύνδρομο της Ηλέκτρας” συνυπάρχει – έστω και αντιφατικά – με την επιθυμία της να ακολουθήσει εντέλει τα βήματα του και να γίνει γιατρός. Να λοιπόν που ενώ το παιδί θα φύγει και θα πάει μακριά, θα ακολουθήσει τη δική του διαδρομή, τελικά θα επιστρέψει και – συνειδητά ή ασυνείδητα – θα ακολουθήσει την πορεία του γονιού του, συνεχίζοντας ουσιαστικά το έργο ζωής του.
Η φεμινιστική πλευρά της ταινίας: Η ταινία έχει γυναίκα πρωταγωνίστρια κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Πώς θα φανούν οι διαφορές των δύο φύλων στη διαχείριση του συναισθήματος, στο σεξ και στην ίδια την αντιμετώπιση της ζωής, αν η βασική ηρωίδα δεν είναι μια ευαίσθητη αλλά ανεξάρτητη γυναίκα που ζητά απλά ελευθερία να ανακαλύψει τον κόσμο και διαρκώς διαπιστώνει πως ο κάθε άντρας που εμφανίζεται στη ζωή της προσπαθεί να την ελέγξει;
Τ’ ότι είναι μια γυναίκα αναγεννημένη και μεγαλωμένη σε ένα ιδιαίτερα κοινωνικά αποστειρωμένο περιβάλλον, την ωθεί να βλέπει τον κόσμο χωρίς φίλτρα, αλλά με ειλικρινή αθωότητα και περιέργεια. Θέλει να καταλάβει, αλλά δε θέλει να περιοριστεί. Θέλει να πάρει πληροφορίες, αλλά δε θέλει να της ορίσουν πόσες και ποιες πληροφορίες της είναι αρκετές. Θέλει να νιώσει, χωρίς να απολογείται για τα συναισθήματά της. Να πειραματιστεί, χωρίς να κριθεί. Να πει τις ιδέες της και να λάβει απαντήσεις που θα την οδηγήσουν σε ακόμη περισσότερες συνειδητοποιήσεις. Είναι ένα απίστευτα γοητευτικό πλάσμα γιατί θέλει να ζήσει, την αγαπά τη ζωή ακόμη κι αν δεν την ξέρει καλά. Κι εκεί συνειδητοποιούμε πόσο πιο ολοκληρωμένα και παθιασμένα αγαπούν και κάνουν έρωτα οι γυναίκες, όπως έλεγε και η Αναΐς Νιν, σε σχέση με τους άντρες που μοιάζουν πάντα αποκομμένοι από τον αληθινό εαυτό τους και με έναν τρόπο κατακερματισμένοι. Αλλού το σώμα, αλλού το συναίσθημα κι αλλού η σκέψη. Ίσως για αυτό δρουν συχνά ετερόφωτα κι αντιλαμβάνονται τον πραγματικό έρωτα, μέσα από την κατάκτηση μιας γυναίκας, τουλάχιστον του σώματος της, αν δεν καταφέρουν να κερδίσουν τον νου και την καρδιά της.
Η Μπέλα δεν είναι ότι δεν αγαπά και δεν αφοσιώνεται. Είναι ειλικρινής σε υπερβολικό βαθμό, δε φοβάται να πει την άποψη της, δε διστάζει να διεκδικήσει κάθε μορφής ανεξαρτησία και χαρά για τον εαυτό της. Είναι πιστή πρώτα και πάνω απ’ όλα στον εαυτό της γιατί με θάρρος κι εντιμότητα αντιλαμβάνεται πως δε μπορεί να είναι περισσότερο πιστή σε κανέναν άλλον. Για αυτό και όσο ωριμάζει και καταλαβαίνει τους ανθρώπους καταλαβαίνει πως αν κάποιος θα την αγαπά, παράλληλα δε θα την ελέγχει και δε θα θέλει να αλλάξει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Η εξέλιξη ενός ανθρώπου: Η Μπέλα αναρωτιέται ξανά και ξανά – και ρωτάει τους γύρω της, αν ο άνθρωπος αλλάζει, εξελίσσεται. Πέρα από την επιστημονική περιέργεια που της έχει εμφυσήσει ο πνευματικός πατέρας της, οπωσδήποτε εκφράζει και μια δική της προσωπική αγωνία: Θα καταφέρει να γίνει αυτή που θέλει, δηλαδή η καλύτερη εκδοχή του εαυτού της;
Αυτή η διερώτηση της εντείνεται ακόμα περισσότερο όταν αντιλαμβάνεται τη δεύτερη ευκαιρία που έλαβε στη ζωή. Ξέρει πως πριν ήταν κάποια άλλη και πως τώρα καλείται να ξανά δημιουργήσει τον κόσμο της. Σαν να το χρωστά στην παλιά μα κυρίως στη νέα της ζωή, αποφασίζει να αποδείξει αυτό που λαχταρά περισσότερο, πως ο άνθρωπος μπορεί να βελτιωθεί.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πως αυτή η γυναίκα που ουσιαστικά ξυπνάει και ξανά αρχίζει από την αρχή να ζει, αποδεικνύει πως αν ένας άνθρωπος αλλάξει περιβάλλον, συνήθειες, ερεθίσματα, τότε εύκολα θα γίνει κάποιος άλλος. Εδώ έξυπνα απαντάται το ερώτημα, αν γεννιόμαστε με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά, προσωπικότητα και τάσεις ή στην πορεία όλα αυτά με τη σωστή εξωτερική επίδραση μπορούν να αλλάξουν; Αν ξανά αρχίζαμε όλοι από την αρχή θα γινόμασταν οι ίδιοι άνθρωποι ή πολλά θα τα κάναμε αλλιώς, άρα κι εμείς οι ίδιοι θα ήμασταν διαφορετικοί; Ίσως έμμεσα να κλείνεται το μάτι στην ψυχοθεραπεία και στην συνειδητή επιθυμία των ανθρώπων να αλλάξουν, εφόσον το πάρουν απόφαση.
Η ταινία του Λάνθιμου είναι η πιο πολυσήμαντη, ενδιαφέρουσα, κωμική και συγκινητική ιστορία που έχει σκηνοθετήσει ποτέ. Όσο κι αν αγαπώ το κλασσικό μέχρι σήμερα σινεμά του Λάνθιμου, αυτό το δύσπεπτο για πολλούς και εν μέρει ακατανόητο είδος που υπηρετεί – ως ένας άλλος Αλμοδόβαρ που πορεύεται μόνος του στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι – εντούτοις οφείλω να παραδεχθώ πως με αυτή την ταινία θα καταφέρει να γοητεύσει ακόμη και τους πιο φανατικούς πολέμιους του. Έφτιαξε μια ταινία αξιαγάπητη, ακαταμάχητη για την οποία όσο εμπαθής και να ‘σαι μαζί του, δύσκολα θα βρεις να πεις κακή κουβέντα. Αν τον παραδέχθηκα ως δημιουργό στον “Κυνόδοντα” και τον αγάπησα παρακολουθώντας τον “Αστακό”, πλέον τον χειροκροτώ με ενθουσιασμό για το “Poor things”: Την πιο mainstream μα και την πιο επιδραστική ταινία του!