“Δάχτυλα πάνω στο σώμα της” του Μάνου Κοντολέοντα

Στο σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου υπάρχει αυτή η φράση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ “Ίσως να μην έχει τονισθεί αρκετά ότι το πρόβλημα της ελευθερίας των αισθήσεων κάτω απ’ όλες του τις μορφές είναι σε μεγάλο βαθμό ένα πρόβλημα ελευθερίας της έκφρασης”.

Έτσι επιλέγει να τονίσει τη σημαντικότητα του θέματος που επέλεξε ο συγγραφέας για το βιβλίο του και μ’ αυτά τα λόγια αποφασίζω εγώ να αρχίσω αυτό εδώ το άρθρο.

Ο Μάνος Κοντολέων γράφει ένα βιβλίο διαχρονικό κι ας φαίνεται πως είναι ένα βιβλίο γραμμένο για μια κοπέλα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και είδε την ταυτότητα της να συγκρούεται και να συμφιλιώνεται με διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, την Ελλάδα της κρίσης.

Όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, όσο κι αν οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποδίδουν καρπούς μέρα με τη μέρα και όλο και περισσότεροι άνθρωποι κερδίζουν ελευθερίες ώστε να εκφράζουν την ταυτότητα τους όσο πιο ολοκληρωμένα μπορούν, πάντα θα υπάρχουν πρόσωπα που μες το στενό ή ευρύτερο τους περιβάλλον θα νιώθουν αδύναμα να εκφράσουν την αληθινή τους ταυτότητα ή μία από τις πολλές που διαθέτουν.

Μπορεί αυτό το βιβλίο να μιλάει για την μικρή, φοβισμένη Λία, τη μοναχοκόρη δύο υπερπροστατευτικών γονιών, η οποία ποτέ δεν κατάφερε να ξεστομίσει σε κανέναν την ομοφυλόφιλη ταυτότητα της, όμως ταυτόχρονα μιλάει και για τους φόβους, τις αγωνίες, τα πάθη και τις ελπίδες όλων αυτών των ανθρώπων που έμαθαν να καταπιέζονται και να μην επαναστατούν ποτέ, να κρύβουν πάντα όσα είναι πολύτιμα για τους ίδιους μα μη αποδεκτά από τους “άλλους”.

Το βιβλίο είναι μια λεπτομερής, αξιέπαινη προσπάθεια του συγγραφέα να καταγράψει τα χρόνια σιωπηλής ενοχής και βουβής αυτο-κακοποίησης της βασικής ηρωίδας μας, τις αναρίθμητες στιγμές που δεχόταν ξανά και ξανά την ήττα της να αναδείξει την αληθινή ταυτότητα της απέναντι σε όσους/ες ίσως ενδιαφέρονταν να μάθουν, τις λίγες στιγμές φωτός που η ίδια δεχόταν να υπακούσει την εσωτερική της φωνή που την καλούσε να ζήσει όσα ποθούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Τόσα πολλά αποτυχημένα πειράματα, τόσες άδοξες προσπάθειες αυτοματισμού κινήσεων και συναισθημάτων, τόση πολλή χαμένη ενέργεια για να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που έτρεμε πως ήταν! Και τελικά τέσσερις μόνο λέξεις οι οποίες βγαίνουν απλά και σχεδόν αβασάνιστα από το στόμα της φαίνονται πως αρκούν για να φέρουν μια μικρή λύση, μια σημαντική ανακούφιση. Αυτές οι τέσσερις λέξεις κρύβουν τη λαχτάρα ενός παιδιού να αγαπηθεί μόνο γι’ αυτό που είναι και για τίποτε λιγότερο ή διαφορετικό!

Η σεξουαλική μας ταυτότητα δεν είναι ένα προσωπικό “πρόβλημα” ή έστω ζήτημα όπως πολλοί πιστεύουν κι άλλοτε διαλαλούν. Όπως μια οικογένεια είναι κομμάτι της ευρύτερης κοινωνίας έτσι κι ο κάθε άνθρωπος που ελεύθερα εκφράζει τη σεξουαλικότητα του είναι και παραμένει ένα ενεργό και σημαντικό μέλος της κάθε κοινωνίας. Μια μέρα θα συνειδητοποιήσουμε πως η ελευθερία έκφρασης της σεξουαλικότητας κάθε ενήλικα ανθρώπου δεν είναι προϊόν της δικής μας ανοχής, αλλά αναφαίρετο δικαίωμα όλων. Μια μέρα θα κατανοήσουμε πως το δικαίωμα του άλλου στη σεξουαλική έκφραση με κανένα τρόπο δεν έρχεται να προσβάλλει την προσωπική αισθητική του καθενός και δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει την ελεύθερη -εξίσου σημαντική – σεξουαλική έκφραση των υπολοίπων. Εκείνη τη μέρα θα μπορούμε να νιώθουμε πιο σίγουροι πως οι κοινωνίες μας έγιναν πολύ καλύτερες και πιο ανθρώπινες για τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα και γι’ αυτά που θα γεννηθούν αύριο. Κι αυτή η μέρα τελικά είναι πάντα διαφορετική για τον καθένα από εμάς, αλλά ας ευχηθούμε πως όλοι – τουλάχιστον – αργά ή γρήγορα θα τη ζήσουμε.