Στο έργο του Κολτές παρατηρούμε πως η δομή της δράσης δε μπορεί να χαρακτηριστεί με βάση τις αρχές ενός και μόνου καλλιτεχνικού ρεύματος. Μοιάζει εύθραυστη και ευμετάβλητη. Στον πρόλογο του έργου Αγώνας Νέγρου και Σκύλων, ο μεταφραστής Γιάννης Θηβαίος (σελ. 9) αποκαλεί τον Κολτές τον τελευταίο Γάλλο ποιητή του θεάτρου, θεωρώντας προφανώς πως το έργο του συγγραφέα δεν έχει ως κύριο στόχο μια ρεαλιστική, σφιχτή δομή η οποία θα μας οδηγήσει σε ξεκάθαρα συμπεράσματα, αλλά αντίθετα θέλει να αγγίξει και να αναδείξει με άλλο τρόπο τις θεματικές που θεωρεί σημαντικές. Η φράση για τον ποιητή Κολτές δηλώνει τη μοντέρνα και τη μεταμοντέρνα επιρροή στα έργα του, η οποία όμως αν και ολοφάνερη, δε μπορούμε να ισχυριστούμε σε καμία περίπτωση πως καταργεί εξ ολοκλήρου τις ρεαλιστικές πτυχές του έργου. Έτσι παρατηρούμε διαλόγους χωρίς αλληλουχία ή την κυρίαρχα αναμενόμενη συνέχεια, πρόσωπα που δεν επικοινωνούν, αλλά παράλληλα σε διάφορα σημεία του έργου – και κυρίως όσο πλησιάζουμε στο τέλος – διαβάζουμε ρεαλιστικούς διαλόγους με ροή και λογική συνέχεια. Η ποιητικότητα του Κολτές εναλλάσσεται με τα ρεαλιστικά στοιχεία της αφήγησις του. Στο έργο συνυπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι.
Υπάρχει ο κόσμος του Αλμπουρί, του άντρα που ζητά το σώμα του νεκρού αδελφού του εκπροσωπώντας την αφρικάνικη οικογένεια του η οποία θεωρεί πως πρέπει να παραμείνει ενωμένη με όλα τα μέλη της τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. Είναι ο μόνος που φαίνεται να μη μιλάει για χρήματα, για κέρδος. Διεκδικεί αλλά δεν απαιτεί. Παραμένει ανθρωπιστής απέναντι στα σκυλιά με τα οποία συνομιλεί και αποδίδει την κάθαρση που πρέπει στον ίδιο, στον αδελφό του και την οικογένεια του στο τέλος του έργου, όταν δεν του έχουν αφήσει κανένα άλλο περιθώριο.
Ακόμη υπάρχει ο κόσμος των δύο Γάλλων που δουλεύουν στο εργοτάξιο οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τον γεμάτο άγνοια και ρατσισμό δυτικό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε πτώση ακριβώς γιατί μες την υπαρξιακή πλάνη του από το κυνήγι του κέρδους πιστεύει πως οι λευκοί είναι ανώτεροι όλων των υπολοίπων ανθρώπων σε αυτό τον πλανήτη. Και οι Γάλλοι ανώτεροι και καλύτεροι ακόμη κι όλων των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Ο Ορν και ο Καλ ενώ μοιάζουν κάποιες στιγμές να διαφέρουν ως προς τον τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων, εντούτοις εκφράζουν και οι δύο την παράλογη βία της απόλυτης εξουσίας των λευκών στον κόσμο. Ο Καλ ως πιο νέος δε διστάζει συχνά να μιλά για τη σωματική βία που θέλει να ασκεί σε όποιον θωρεί κατώτερό του ή υποχείριο του, ενώ ο Ορν ο οποίος είναι πια εξήντα χρονών μοιάζει να θέλει να κατευνάσει τις εντάσεις και να λύσει τα πάντα με χρήματα. Και οι δύο είναι υπέρ της καταστολής των άλλων απλά ο καθένας χρησιμοποιεί το μέσο που έχει διαθέσιμο. Ο νέος τη σωματική βία η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι και στον φόνο του ξένου και ο γηραιότερος την εξαγορά μέσω χρημάτων. Και οι δύο θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμα τους να αγνοούν όσα είναι σημαντικά για τους άλλους – για παράδειγμα το αίτημα του Αλμπουρί να παραλάβει το σώμα του νεκρού αδελφού του – και να επιβάλλουν με τον τρόπο τους τη δική τους θέληση και γνώμη, παράλληλα συγκαλύπτοντας τον διεφθαρμένο κόσμο τους.
Μετά είναι ο κόσμος της Λεόν, ο κόσμος του ρομαντισμού και της αφέλειας. Ο κόσμος όσων φαίνεται να μη γνωρίζουν ή να μην αποδέχονται πως δεν είναι δυνατή η ένωση δύο αντίθετων κόσμων, ειδικά αν ο ένας απειλεί διαρκώς να καταστρέψει τον άλλον. Η Λεόν μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθεί να κάμψει τον ανθρωπισμό του Αλμπουρί, του ζητά να δεχθεί τα χρήματα του Ορν, εξαγοράζοντας με αυτά το σώμα του νεκρού αδερφού του, χωρίς να αντιλαμβάνεται πόσο απάνθρωπο είναι αυτό που ζητάνε οι δυτικοί του κέρδους από τον υπόλοιπο κόσμο που προσπαθεί να κρατήσει τις προσωπικές αξίες του. Όταν αντιλαμβάνεται την πλάνη της και τη ματαιότητα των επιδιώξεων της, χαράζει το πρόσωπό της ώστε να εξιλεωθεί αλλά και για να δείξει πως ταυτίζεται με την πλευρά του Αλμπουρί.
Τέλος, υπάρχει κι ο κόσμος του συγγραφέα, ο παρατηρητής των υπόλοιπων κόσμων, η οπτική του Κολτές απέναντι στα πράγματα. Ο συγγραφέας φαίνεται να μη λέει αλλά μάλλον να δείχνει πώς έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις στη σύγχρονη πραγματικότητα. Δείχνει το ενδιαφέρον του απέναντι στο κάθε υποκείμενο, στην κάθε συνείδηση και δε μιλάει γενικά και αόριστα για κοινωνικές ομάδες παρ’ όλο που αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτές. Το έργο του μοιάζει σαν μια ιδιότυπη υδρόγειος σφαίρα την οποία περιστρέφει και κάθε φορά μας δείχνει κάτι διαφορετικό, ίσως μια παραπάνω δήλωση ενός προσώπου, αφού τα πρόσωπα μοιάζουν περισσότερο να αποκαλύπτονται σταδιακά, παρά να εξελίσσονται. Στο τέλος του έργου αποφασίζει να δώσει ενός είδους κάθαρση στα πρόσωπα του έργου, αλλά τίποτα δε μοιάζει οριστικό. Κλείνει ένας κύκλος, αλλά η ζωή προχωρά και τα συναισθήματα όλης της ανθρωπότητας ίσως πάντα να είναι γλυκόπικρα.
Ενώ φαίνεται το βασικό θέμα του έργου να είναι το αίτημα του Αλμπουρί να πάρει το νεκρό σώμα από τους Γάλλους, εντούτοις ξεδιπλώνονται πολλαπλές παράλληλες θεματικές όπως η αγάπη σε σχέση με τον Άλλο, η μοναξιά που μοιάζει αδιαχώριστη από την επιθυμία για επαφή με τον άλλον, η έννοια του ξένου και η αντίληψη μας για αυτόν, οι πολλαπλές μορφές επικοινωνίας, η σιωπή που ενίοτε φέρνει λόγο, τα δίπολα της ζωής, τα όρια του χώρου και του χρόνου. Κι όλα αυτά σε μια ενότητα χώρου και χρόνου, η οποία μοιάζει όμως ρευστή, δίχως σαφή όρια, μέσα σε αυτό το εργοτάξιο που οι ταυτότητες όλων δοκιμάζονται.
Το σίγουρο είναι πως οι διαφορετικοί κόσμοι στο έργο του Κολτές έρχονται σε επαφή πολλές φορές. Τα πρόσωπα επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη τους, να προσπαθήσουν να νικήσουν τη μοναξιά αναζητώντας μιαν αδύνατη συντροφικότητα. Στη συνέχεια συγκρούονται επιβεβαιώνοντας το αναπόφευκτο της υπαρξιακής μοναξιάς τους, γεγονός που τους προκαλεί φρίκη και την επίγνωση πως η ζωή τους οδηγεί στο μονόδρομο του θανάτου ή ακόμη χειρότερα πως είναι χωρίς νόημα. Κι όλες αυτές οι συνειδητοποιήσεις οδηγούν τα πρόσωπα σε υπαρξιακό κενό. Έτσι οι δύο Γάλλοι συνειδητοποιούν πως όσο κι αν είναι καλοί στη δουλειά τους, όσα χρήματα κι αν αποκτήσουν, αυτό δε θα τους κάνει τελικά ευτυχισμένους, ούτε θα τους παρηγορήσει για να μη νιώθουν μόνοι. Η Λεόν συνειδητοποιεί πως δύο αντίθετοι κόσμοι δε μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά και η ίδια στην απέλπιδα προσπάθειά της να συμμετέχει στον κόσμο του Αλμπουρί σκίζει τα μάγουλα της συνειδητοποιώντας το αδύνατο, πως δε μπορεί να μπει και να κατανοήσει τον κόσμο του νέγρου, όταν σκέφτεται και δρα σαν λευκή. Από την άλλη, ο Αλμπουρί περιμένει στωικά να πάρει αυτό που θέλει από τον κόσμο των λευκών, να πάρει το σώμα που τον ζέσταινε κι όταν συνειδητοποιεί πως αυτό είναι δύσκολο, ακόμη και με την παρέμβαση της Λεόν, αποφασίζει να δώσει τη λύση μόνος του με βοήθεια από πάνω.