“Η Όπερα της Πεντάρας” του Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ένα πολιτικό έργο – άλλοτε σάτιρα, άλλοτε δράμα – για την φτώχεια και τον πλούτο, τη δικαιοσύνη και την αδικία, τους προνομιούχους κι αυτούς που ζουν στη “σκιά” της ζωής. Ο Μπρεχτ γράφει ένα έργο κατά του καπιταλισμού, της υποκρισίας, της κοινωνικής αδικίας, των ταξικών ανισοτήτων. Ένα πολιτικό μανιφέστο το οποίο όποτε κι αν παιχτεί, θα συγκινεί και θα προβληματίζει με τον ίδιο έντονο τρόπο.

Ο βασικός ήρωας μας, ο Μακήθ, είναι ένας τυχοδιώκτης Δον Ζουάν, ο οποίος συχνά καταζητείται για όλα τα πιθανά μικρά και μεγάλα εγκλήματα. Η γοητεία του και η ευφυΐα του τού έχουν εξασφαλίσει ως τώρα μια άνετη ζωή και την αφοσίωση πολλών ανθρώπων που μένουν κοντά του για τα δικά τους συμφέροντα. Με τον ίδιο τρόπο γοητεύονται και οι γυναίκες που πολιορκεί, οι οποίες ενώ γνωρίζουν τις παρανομίες του, μένουν μαζί του νιώθοντας μια υπερηφάνεια που ο αγαπημένος τους είναι ένας τόσο επιτυχημένος και φημισμένος εγκληματίας! Ο μόνος πραγματικός φίλος του μοιάζει να είναι ο διοικητής της αστυνομίας Μπράουν, ο οποίος για χρόνια κάνει τα στραβά μάτια και δεν τον συλλαμβάνει, καθώς βάζει την διαχρονική προσωπική τους σχέση, πάνω από το επαγγελματικό του καθήκον.

Όλα αλλάζουν όταν ο Μακήθ βρίσκεται αντιμέτωπος με τον καινούριο πεθερό του, έναν εξίσου διεφθαρμένο και υποκριτή άνθρωπο, τον επονομαζόμενο “Βασιλιά των ζητιάνων”. Ο έμπορος Πήτσαμ απ’ την αρχή ως το τέλος του έργου δεν αποδέχεται πως ο άντρας της κόρης του είναι περισσότερο επιτυχημένος και δικτυωμένος στην παρανομία απ’ ότι ο ίδιος κι έτσι βάζει ως στόχο του, τη σύλληψη και την εκτέλεση δια απαγχονισμό του Μακήθ.

Το έργο είναι ουσιαστικό και απολύτως προσηλωμένο στα μηνύματα που θέλει να περάσει. Μέσα σε λίγες σελίδες παρουσιάζει όλη τη δράση του υποκόσμου, ενός κόσμου θύματος του καπιταλισμού: του ανεξέλεγκτου πλουτισμού των λίγων και της υποκρισίας και της άκριτης σκέψης και υπακοής των πολλών. Πόρνες, ληστές, δολοφόνοι, επαγγελματίες ζητιάνοι. Αγωνίζονται κάθε μέρα για την επιβίωση τους και συχνά προσπαθούν να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου, αφού κατανοούν πως δεν μπορούν να βγάλουν τα μάτια των πραγματικών ενόχων. Κάπου ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα της ανθρώπινης κοινωνικής παρακμής, οι αστυνομικοί παίζουν περισσότερο τον ρόλο της πυροσβεστικής, παρά της δημόσιας τάξης. Κάνουν συλλήψεις για τα μάτια του κόσμου, απελευθερώνουν όποιους τους συμφέρει, χρηματίζονται για να μην πειράξουν συγκεκριμένα πρόσωπα και προσπαθούν σε όσο χρόνο τους απομένει να κρατήσουν οριακά σε τάξη τη μεγάλη μάζα του κόσμου που σιγοβράζει και ανά τακτά διαστήματα ουρλιάζει από ασφυξία, βρισκόμενη εμφανώς λίγο πριν τη διάλυση ή μια νέα επανάσταση.

Ένα διαχρονικό, πανέξυπνο έργο με ξεκάθαρα νοήματα για την ταξική ευτυχία ή δυστυχία του καθενός από μας. Ένας φόρος τιμής στη στιγμή του κάθε ανθρώπου, κατά την οποία συνειδητοποιεί τη μικρή ή τη μεγάλη ευθύνη του, την κουβέντα και την πράξη, που δε θα πρέπει να κρατήσει για τον εαυτό του, προκειμένου να υπερασπιστεί τους γύρω του. Και τελικά την ίδια του την ύπαρξη σ’ αυτό τον κόσμο.